Προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ.9 του Συντάγματος και το ν.3094/2003, η Ανεξάρτητη Αρχή ‘Συνήγορος του Πολίτη’ έχει ως αποστολή, μεταξύ άλλων, την προάσπιση και προαγωγή των συμφερόντων του παιδιού, είναι δε αρμόδια, προκειμένου για την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού, και για θέματα που ανάγονται σε ιδιώτες, που προσβάλλουν τα δικαιώματα του παιδιού.
Στο πλαίσιο αυτό, με αφορμή τις εργασίες της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, για την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, που έχετε συστήσει, θα θέλαμε
να προσφέρουμε τη συνδρομή μας, στο σημαντικό έργο που έχει αναληφθεί, κατά το μέτρο της εμπειρίας μας, θέτοντας υπόψη σας και υπόψη των μελών της Επιτροπής διαπιστώσεις και θέσεις του Συνηγόρου όπως έχουν διαμορφωθεί από την πολυετή ενασχόληση της Αρχής μας με θέματα οικογενειακού δικαίου. Ειδικότερα, με θέματα που αφορούν τη θεμελίωση της συγγένειας, ως κατοχύρωση του δικαιώματος του παιδιού στην ταυτότητά του, τις σχέσεις γονέων και τέκνων όσον αφορά τη διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού σε κοινή ανατροφή και από τους δύο γονείς, αλλά και εκείνα που άπτονται των δικαιωμάτων του σε εναλλακτική φροντίδα, διατροφή, και σχετίζονται με τον ίδιο τον ορισμό της έννοιας ‘παιδί’.
Η μεγάλη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου του έτους 1983 είχε έντονα ‘παιδοκεντρικό’ χαρακτήρα. Η έννοια του συμφέροντος του τέκνου εισήχθη ως κριτήριο των
αποφάσεων γονέα και δικαστή στο εσωτερικό μας δίκαιο, πριν ακόμη κατοχυρωθεί ως θεμελιώδης ερμηνευτική αρχή από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ, 1989). Οι νέες τότε διατάξεις υπήρξαν καινοτόμες και ανταποκρίθηκαν στις κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής τους, προκάλεσαν δε σε μεγάλο βαθμό τη μεταστροφή και εξέλιξη των αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας σε φιλελεύθερη κατεύθυνση.
Σήμερα, ωστόσο, σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, με πολλές ενδιάμεσες προσπάθειες περαιτέρω εκσυγχρονισμού του να μην έχουν ευοδωθεί και σειρά πονημάτων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών να μην έχουν τεθεί προς ψήφιση, η ανάγκη τροποποιήσεων που θα ανταποκρίνονται στα υφιστάμενα και διαμορφούμενα κοινωνικά δεδομένα, που έχουν ουσιωδώς μεταβληθεί στο διάστημα που μεσολάβησε και αναμένεται να μεταβληθούν ακόμη περισσότερο στο ορατό μέλλον, είναι επιτακτική. Η, δε, νέα μεταρρύθμιση οφείλει να είναι εξίσου δραστική και γενναία.
Τα νέα μοντέλα οικογενειακής ζωής πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα κατοχυρωμένα πλέον με υπερνομοθετική ισχύ δικαιώματα του παιδιού οφείλουν να αποτελούν τον γνώμονα κάθε μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας, που αφορά το παιδί.
Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει διαπιστώσει ότι στη χώρα μας η υλοποίηση των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη ΔΣΔΠ, υπολείπεται των προτύπων που θέτει η Σύμβαση, λόγω υφιστάμενων διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου ή/και της ερμηνείας και εφαρμογής αυτών από τη νομολογία στους επί μέρους τομείς που αναλύονται στα ακόλουθα.
Στη βάση αυτή, ο Συνήγορος του Πολίτη υποστηρίζει μία γενναία, ριζική αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου που θα αποτελεί πραγματικά και ουσιαστικά αλλαγή παραδείγματος και θα εδράζεται στις ακόλουθες αρχές και κανόνες:
- Την διάκριση της ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των γονέων (όποια τυπική/νομική μορφή/έκφραση και αν έχουν, ή και άνευ τυποποίησης, άτυπα, ως ελεύθερη συμβίωση) και εκείνης μεταξύ αφενός των γονέων και αφετέρου του/ων τέκνου/ων τους. Οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους δύνανται να μεταβάλλονται στο χρόνο και στην αλλαγή των συνθηκών της ζωής, με ανάλογη αναπροσαρμογή της νομικής τους μορφής ή και διάρρηξη κάθε δεσμού, νομικού και φυσικού. Οι σχέσεις των γονέων με το/α τέκνο/α τους, ως άλλης φύσεως, θα πρέπει να παραμένουν ανεπηρέαστες από τις αλλαγές που συντελούνται στις σχέσεις των γονέων μεταξύ τους. Η αρχή αυτή συνοψίζεται στη φράση ‘ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή’.
- Την αναγνώριση και αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του παιδιού σε κοινή φροντίδα και ανατροφή από τους γονείς του. Ανεξαρτήτως της διάρρηξης του νομικού (όπου υφίσταται) ή/και φυσικού δεσμού μεταξύ των γονέων, η άσκηση της γονικής μέριμνας στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης και της επιμέλειας, από αμφότερους τους γονείς και η διασφάλιση ισόρροπου, ισοβαρούς, ισόχρονου και ισάξιου (δικαιώματος, αλλά πρωτίστως) καθήκοντος ανατροφής από εκείνους αποτελούν τον απαραβίαστο πυρήνα του δικαιώματος του τέκνου.
- Την εμπέδωση του ισότιμου ρόλου των γονέων έναντι του/ων τέκνου/ων τους, από της γεννήσεώς του/ων. Ενός ρόλου που αναδεικνύει δικαιώματα και υποχρεώσεις, όχι έναντι του έτερου γονέα, αλλά έναντι του/ων τέκνου/ων, ως καθήκον του γονέα στη γονική μέριμνα στο σύνολό της, και υπό όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της.
- Τη ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων της άσκησης της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολό της με συμφωνία των γονέων, και δη κατά προτίμηση σε χρόνο που να εναρμονίζεται με ζωή του παιδιού και όχι με τη ζωή των γονέων, στη βάση της αρχής, ότι η διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των γονέων δεν πρέπει να επιδρά στις σχέσεις τους με το/α τέκνο/α τους και του κανόνα της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολο αυτής.
- Τη προσφυγή στη δικαιοσύνη με επίκληση σπουδαίου λόγου, ερειδόμενου είτε στη νομοθεσία είτε στην μεταξύ των γονέων συμφωνία.
Η ανάλυση των θέσεων της Αρχής στα επόμενα ακολουθεί τη διάρθρωση των σχετικών διατάξεων του ΑΚ, για λόγους συστηματικούς και μόνο. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο
αναπτύσσονται οι απόψεις της Αρχής για την άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης, ενώ στο δεύτερο οι -ταυτόσημες στην ουσία τους- απόψεις της Αρχής για την άσκηση της μέριμνας μετά τη διακοπή της συμβίωσης των γονέων που δεν έχουν περιβάλει τη σχέση τους με κάποια τυποποιημένη νομική μορφή.
Σταθερή παραμένει η άποψη της Αρχής, όπως άλλωστε προκύπτει και από την ανάλυση στα οικεία κεφάλαια, ότι οι σύγχρονες συνθήκες ζωής και το σύνολο των δεδομένων δεν επιτρέπουν διαφοροποιημένη αντιμετώπιση του ζητήματος της γονικής μέριμνας ανάλογα με το εάν η σχέση των γονέων είχε ή μη περιβληθεί κάποια τυποποιημένη νομική μορφή.
Η παρούσα παράθεση των απόψεων του Συνηγόρου του Πολίτη ολοκληρώνεται με τα κεφάλαια περί επικοινωνίας και διατροφής που -με την προτεινόμενη αλλαγή παραδείγματος σε ό,τι αφορά στην κοινή γονική μέριμνα- αποκτούν, πλέον, τη πραγματική τους διάσταση και ουσία.
Με επόμενη επιστολή της, η Αρχή προτίθεται να σας εκθέσει τις απόψεις της, συνοδευόμενες από σχετική ανάλυση και τεκμηρίωση, για έτερα κεφάλαια του Οικογενειακού Δικαίου που χρήζουν αναθεώρησης.
Ι) Άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο/διακοπή της συμβίωσης
Σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τα πρότυπα της ΔΣΔΠ, που αφορούν έναν σημαντικό και ολοένα αυξανόμενο αριθμό παιδιών, εντοπίζονται στο Κεφάλαιο που πραγματεύεται τις σχέσεις γονέων και τέκνων, και ειδικότερα αυτές που διαμορφώνονται μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση των γονέων (και πλέον τη λύση του συμφώνου συμβίωσης εντός του οποίου έχουν γεννηθεί).
i) το πρόβλημα της εσωτερικής νομοθεσίας και νομολογίας
Με τον ν.1329/1983, η διάταξη που όριζε ότι ‘Ο πατήρ έχει την πατρική εξουσία’ (προϊσχύσαν άρ.1500 ΑΚ) αντικαταστάθηκε από το νέο άρθρο 1510 ΑΚ: «Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού», με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αυθαιρεσία του ενός γονέα απέναντι στο παιδί1 και ο νομοθέτης σε επίπεδο νομικής διακήρυξης να κατοχυρώνει την κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο γονείς που ίσχυε στην πράξη2. Αντίστοιχη διασφάλιση του κανόνα της κοινής ανατροφής των παιδιών από τους γονείς τους, όμως, δεν υπήρξε όσον αφορά την περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης.
Με το ισχύον δίκαιο, η εξακολούθηση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διάστασης, διαζυγίου και, πλέον, λύσης του συμφώνου συμβίωσης, όχι απλώς δεν αποτελεί τον κανόνα, αλλά είναι μία μόνο από τις επιλογές του δικαστή - σημειωτέον, όχι η πρώτη- η οποία, επιπρόσθετα, τελεί υπό την προϋπόθεση της σχετικής συμφωνίας των συζύγων. Ως εκ τούτου, αρκεί να διαφωνήσει ο γονέας που προσδοκά την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας στον εαυτό του, ώστε να εκλείψει η δυνατότητα αυτή από τις επιλογές του δικαστή.
Επιπρόσθετα, η συμφωνία των γονέων δεν προβλέφθηκε καν ως δεσμευτική για το δικαστήριο3, το οποίο, ακόμη και αν οι γονείς συμφωνούσαν να συνεχίσουν να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα, μπορούσε να την αναθέσει (συνολικά ή μέρος της) μόνο στον ένα (ή και σε τρίτον) -επικαλούμενο το συμφέρον του τέκνου (1511 παρ.2ΑΚ). Αντίθεση, μάλιστα, της δικαστικής κρίσης με τη συμφωνία των γονέων διαπιστώθηκε και σε περιπτώσεις συναινετικού διαζυγίου, όταν άρχισαν να προσκομίζονται συμφωνητικά με τον όρο της από κοινού άσκησης της επιμέλειας -κατόπιν της συμπερίληψης σχετικού πρότυπου συμφωνητικού στην ιστοσελίδα του ΔΣΑ- τα οποία ενίοτε ο δικαστής αρνούνταν να επικυρώσει! Το ειδικότερο αυτό πρόβλημα, της εναντίωσης του δικαστή στη συμφωνία των συζύγων, ασφαλώς αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά με την εισαγωγή του νέου άρθρου 1441 ΑΚ, για το συναινετικό διαζύγιο, που πλέον δεν απαιτεί την επικύρωση του δικαστηρίου, αλλά εκδίδεται με συμφωνία των συζύγων ενώπιον συμβολαιογράφου.
Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή δεν είναι επαρκής. Διότι η δικηγορική πρακτική -κατά κύριο λόγο- αναπαράγει τη συνήθη νομολογία, σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται η λειτουργική κατανομή της γονικής μέριμνας και, συγκεκριμένα, ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας στον ένα γονέα, σχεδόν απαρέγκλιτα στη μητέρα,4 διαιωνίζοντας ανέπαφη την αντίληψη, που επικρατούσε ακόμη πριν από την τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου του 1983 : ότι τα ανήλικα τέκνα πρέπει να μένουν με τη μητέρα τους, η οποία θεωρούνταν καλύτερη γονέας από τον πατέρα σε κάθε περίπτωση, εκτός αν διήγε ανήθικο βίο.5
Ως εκ τούτου, τα θετικά γνωρίσματα της μεταρρύθμισης του 1983 για την άσκηση της γονικής μέριμνας (περιορισμός της εξουσίας του ενός γονέα και κατοχύρωση της αρχής της κοινής ανατροφής από τους δύο γονείς) ανατρέπονται πλήρως στην πράξη μετά τη διάσταση/διαζύγιο/λύση του συμφώνου συμβίωσης, αφού η ‘εξουσία’ του γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου είναι (σχεδόν) απόλυτη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ, ο γονέας αυτός παίρνει μόνος όλες τις αποφάσεις για την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του παιδιού, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του’, ενώ ο άλλος ‘περιορίζεται σε τυπική παρουσία’6.
Αυτή η κατάσταση, όμως, που αποτελεί την πραγματικότητα, που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών χωρισμένων γονέων στη χώρα μας, πόρρω απέχει από το
πρότυπο ανατροφής του παιδιού, που περιγράφει η ΔΣΔΠ, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς, χωρίς καμία διάκριση σε
σχέση με την ύπαρξη, διατήρηση ή μη νομικού δεσμού μεταξύ των γονέων (άρ.18).
Επιπλέον, η παγιωμένη δικαστηριακή και δικηγορική πρακτική αποτυγχάνει εδώ και δεκαετίες να αποτυπώσει και να ανταποκριθεί στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, όπου ο ρόλος των πατέρων έχει μεταβληθεί εντυπωσιακά σε σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και δεδομένα που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Κατά τη νέα χιλιετία, είναι εγνωσμένη η επιθυμία και τάση των πατέρων να διεκδικούν όλο και πληρέστερη εμπλοκή στην ανατροφή των παιδιών τους, ποιοτικά και ποσοτικά, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γάμου/συμφώνου, αλλά και μετά τη λύση του. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί και από τις οργανώσεις που έχουν δραστηριοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, στα πρότυπα αντίστοιχων οργανώσεων του εξωτερικού, με επιδίωξη την ισότιμη συμμετοχή και των δύο γονέων στη λήψη αποφάσεων, που αφορούν τα παιδιά, και τον δικαιότερο διαμοιρασμό του χρόνου των τέκνων μεταξύ των γονέων, ώστε να είναι ενεργοί και παρόντες οι πατέρες εξίσου με τις μητέρες στην καθημερινότητα των παιδιών, σε κάθε στάδιο της εξελικτικής τους διαδικασίας.
ii) ενωσιακή και αλλοδαπές νομοθεσίες
Η αναβαθμισμένη παρουσία του πατέρα στη ζωή του παιδιού -αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό μας δίκαιο- αποτυπώνεται σε κείμενα ενωσιακού δικαίου, που
επιβάλλουν τη λήψη μέτρων από τα Κράτη-μέλη της Ε.Ε., προκειμένου να ενισχυθεί το νέο οικογενειακό μοντέλο, της ενεργούς από κοινού συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή των τέκνων, και μετά την διάσταση/διαζύγιο/λύση του συμφώνου συμβίωσης.
Σύμφωνα με το Ψήφισμα 2079 (2015) του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης :
(1) …«Στην οικογένεια, η ισότητα μεταξύ των γονέων πρέπει να διασφαλίζεται και να προωθείται ήδη από την γέννηση του παιδιού. Η συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού τους είναι ευεργετική για την ανάπτυξή του. Ο ρόλος των πατέρων σε σχέση με τα παιδιά τους, συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρής ηλικίας, πρέπει να αναγνωρισθεί περισσότερο και να αξιολογηθεί δεόντως»,
(3) «Για έναν γονέα και το παιδί, το να είναι μαζί είναι ουσιαστικό κομμάτι της οικογενειακής ζωής»,
(4) «Η Συνέλευση είναι πεπεισμένη ότι η ανάπτυξη κοινής γονικής ευθύνης βοηθά στην υπέρβαση των στερεοτύπων με βάση το φύλο για τους ρόλους που υποτίθεται έχουν ανατεθεί στις γυναίκες και στους άντρες μέσα στην οικογένεια και είναι απλώς η αντανάκλαση των κοινωνιολογικών αλλαγών που έχουν λάβει χώρα κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια όσον αφορά το πώς είναι οργανωμένη η ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα» (ανεπίσημη μετάφραση).
Στο Ψήφισμα αυτό περιλαμβάνεται και αναφορά στο παλαιότερο Ψήφισμα 1921 (2013), για την ισότητα των φύλων, τη συμφιλίωση της ιδιωτικής και εργασιακής ζωής και
την κοινή ευθύνη [των γονέων], με το οποίο η Συνέλευση είχε ζητήσει από τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν στη νομοθεσία τους τη δυνατότητα από κοινού επιμέλειας των
παιδιών στην περίπτωση διάστασης/διαζυγίου (2). Το ίδιο το Ψήφισμα 2079 (2015), μάλιστα, καλεί τα κράτη μέλη «να εισαγάγουν στη νομοθεσία τους την αρχή της
εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά τον χωρισμό …με τον χρόνο που το παιδί ζει με κάθε ένα γονέα να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες και τα συμφέροντα του παιδιού» (5.5). Επιπλέον, η αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας προβλέπεται, ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και κατά τη ρύθμιση και άλλων διατάξεων, πέραν του οικογενειακού δικαίου, όπως κατά την απονομή των κοινωνικών παροχών (5.7). Στη κατεύθυνση αυτή, καλούνται τα κράτη μέλη «να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή των αποφάσεων σχετικά με την κατοικία των παιδιών και το δικαίωμα επικοινωνίας [γονέα και τέκνου]..» (5.8).
Η σύσταση του Ψηφίσματος 1921 (2013), για την πρόβλεψη της δυνατότητας από κοινού επιμέλειας των παιδιών στην περίπτωση διάστασης/διαζυγίου, βρήκε μεγάλο αριθμό κρατών-μελών να έχουν ήδη εδραιώσει τον κανόνα της κοινής άσκησης της νομικής επιμέλειας από ετών.
Πρώτη η Σουηδία από το 1975 εισήγαγε την αυτόματη εφαρμογή του κανόνα της άσκησης της κοινής επιμέλειας και μετά το διαζύγιο, εφόσον κανείς από τους γονείς δεν ζητούσε να του ανατεθεί αποκλειστικά η επιμέλεια. Στη συνέχεια δε, με τη μεταρρύθμιση του 1998, η συμφωνία των γονέων παύει να αποτελεί προϋπόθεση για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας, και το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την από κοινού άσκηση της επιμέλειας, και σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των γονέων7. Η ρύθμιση αυτή, που κρίθηκε ενισχυτική για τη σταθερότητα του γονικού ρόλου, προωθήθηκε από τον νομοθέτη προκειμένου να επηρεάσει τις στάσεις των γονέων και να εδραιώσει την ιδέα ότι ‘ο γάμος ή η συμβίωση μπορεί να διαλυθούν, ο γονικός ρόλος όμως υπάρχει για μια ζωή’8.
Αντίστοιχα, σε Αγγλία και Ουαλία, με την εισαγωγή του Children Act 1989, το διαζύγιο παύει να επιδρά στην άσκηση των γονικών καθηκόντων (parental responsibility: ο αντίστοιχος της γονικής μέριμνας όρος), που εξακολουθούν να ασκούνται από κοινού και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε απόφαση του δικαστηρίου, αποτυπώνοντας νομικά τη φιλοσοφία της φράσης ‘once a parent, always a parent’9.
Αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη, νομοθεσίες πιο οικείες προς τη δική μας προσαρμόστηκαν ανάλογα. Η Γαλλία το 1993 εισήγαγε τη ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία το διαζύγιο δεν έχει επίπτωση στους κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση της γονικής μέριμνας10. Το 1997 ακολούθησε η Γερμανία θεσπίζοντας ανάλογο κανόνα.
Η σύσταση του Ψηφίσματος 2079 (2015), από την άλλη, για την εισαγωγή της αρχής της εναλλασσόμενης κατοικίας στη νομοθεσία, βρίσκει τα ίδια κράτη-μέλη, που πρωτοπόρησαν στην καθιέρωση του κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας (της νομικής επιμέλειας συμπεριλαμβανομένης), να έχουν υιοθετήσει τον θεσμό της εναλλασσόμενης κατοικίας, έχοντας ακόμη περιθώριο για την πλήρη επικράτηση του μοντέλου αυτού στις κοινωνίες τους. Τα βήματα, ωστόσο, που έχουν σημειωθεί είναι σημαντικά και τα ευρήματα για τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής ανατροφής παιδιών χωρισμένων γονέων εξαιρετικά θετικά, όσον αφορά την ευημερία του παιδιού.
iii) ερευνητικά δεδομένα
Έρευνες στη Σουηδία, η οποία πρωτοπορεί και στην εφαρμογή αυτού του μοντέλου ανατροφής των παιδιών χωρισμένων γονέων11, με το περίπου 40% των παιδιών αυτών να ανατρέφονται από κοινού και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο ή τον χωρισμό τους, παρέχουν την πιο αξιόπιστη πληροφόρηση, με δεδομένη την έκταση εφαρμογής των συμφωνιών κοινής ανατροφής (μεγαλύτερη από κάθε άλλη χώρα), αλλά και τον μεγαλύτερο χρόνο εφαρμογής της αρχής αυτής12.
Συγκεκριμένα, επιδημιολογικές μελέτες σε παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους έδειξαν καλύτερη ψυχική υγεία και λιγότερα συμπεριφορικά προβλήματα στα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς, μετά τον χωρισμό των τελευταίων, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν κυρίως ή αποκλειστικά με τον ένα γονέα, ενώ δεν υπάρχουν διαφορές όσον αφορά τη συναισθηματική και συμπεριφορική εξέλιξη των παιδιών που ανατρέφονται και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο, σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν από γονείς που δεν έχουν χωρίσει13.
Αντίστοιχα, όμως, ευρήματα αφορούν και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, για τα οποία - με βάση τουλάχιστον την ελληνική νομολογία- θα θεωρούνταν πιο εύλογη η πρωτοκαθεδρία της ανατροφής από τη μητέρα.
Η κοινή ανατροφή από χωρισμένους γονείς βρέθηκε, ότι λειτούργησε θετικά για οικογένειες με παιδιά ηλικίας 1 έτους έως 4 ετών, επαγγελματίες προσχολικής αγωγής και γονείς ανέφεραν λιγότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα των παιδιών με εναλλασσόμενη κατοικία σε σχέση με εκείνα που είχαν ως κύριο φροντιστή τον ένα γονέα σε ηλικίες 3-5 ετών, ενώ ανάλογα ήταν και τα ευρήματα των υπόλοιπων Σκανδιναβικών χωρών για παιδιά από την ηλικία των 2 ετών, με λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα εκείνων που μεγάλωναν και με τους δύο χωρισμένους γονείς έναντι των παιδιών που μεγάλωναν με τον ένα γονέα14.
Τα πιο πάνω ευρήματα, για τις θετικές συνέπειες από την ενεργή παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού μετά το διαζύγιο, δεν θα πρέπει να αποτελούν έκπληξη, δεδομένου ότι, αντίστροφα, οι αρνητικές συνέπειες στα παιδιά από την παρουσία μόνο της μητέρας και την απουσία (ή την περιορισμένη παρουσία, υπό τη μορφή της σε προκαθορισμένους χρόνους επικοινωνίας) του πατέρα από τη ζωή τους μετά τον χωρισμό ήταν γνωστές από δεκαετίες. Στη Γαλλία, η Dolto, πριν την εισαγωγή του κανόνα για την κοινή άσκηση της επιμέλειας ανεξάρτητα από την εξέλιξη του γάμου, είχε διαπιστώσει τον αρνητικό αντίκτυπο για τα παιδιά [αλλά ακόμη και για τα εγγόνια (!)] από την εικόνα μιας μητέρας που ‘επιφορτίζεται με όλες τις εξουσίες και όλα τα καθήκοντα’ μετά το διαζύγιο, αν συνδυαστεί με αποκλειστική ενασχόλησή της με το παιδί σε βάρος των κοινωνικών επαφών της15 και κατέγραψε τον κίνδυνο της υπερβολικής προσκόλλησης του παιδιού στον γονέα που ασκεί την επιμέλεια16.
Στην Ελλάδα δε, ανέκαθεν αποτελούσε κοινό τόπο η παραδοχή της παιδοψυχιατρικής ότι για το παιδί ‘είναι ουσιώδους σημασίας να διατηρεί ικανοποιητικές σχέσεις και με τους δύο γονείς’ μετά το διαζύγιο17. Η λειτουργική κατανομή όμως της γονικής μέριμνας, όπως έχει επισημανθεί από μακρού, δεν φαίνεται ικανή να συντηρήσει τους δεσμούς του παιδιού και με τους δύο γονείς, σε αντίθεση με την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας που επιτρέπει να διατηρηθούν ζωντανοί οι δεσμοί του παιδιού με τους γονείς σε ικανοποιητικό βαθμό και αντιμετωπίζει γενικά με αποτελεσματικότητα τα προβλήματα, που δημιουργεί το διαζύγιο στα παιδιά18.
Η διαπίστωση αυτή ταυτίζεται πλήρως με την εμπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη, με βάση τις πολυάριθμες αναφορές χωρισμένων γονέων που έχει χειριστεί από το έτος 2003, όταν του ανατέθηκε η αρμοδιότητα της προάσπισης των δικαιωμάτων του παιδιού και στις περιπτώσεις προσβολής τους από ιδιώτες.
Για τον λόγο αυτό, όταν κατά το έτος 2008, επιχειρήθηκε η ανατροπή της δυσμενούς για τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών χωρισμένων γονέων στη χώρα μας κατάστασης, με το Σχέδιο Νόμου ‘Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία’, ο Συνήγορος τοποθετήθηκε θετικά19.
iv) η επιχειρηθείσα μεταρρύθμιση
Το Σχέδιο Νόμου του 2008, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που βρέθηκε πλησιέστερα σε υλοποίηση, δεδομένου ότι οι λοιπές διατάξεις του προωθήθηκαν προς ψήφιση και απετέλεσαν το Ν.3719/2008, προέβλεπε την εισαγωγή του κανόνα για την εξακολούθηση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στο σύνολό της και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο. Ο Συνήγορος υποστήριξε, ότι αυτό θα αποτελούσε ισχυρό μήνυμα, ώστε οι χωρισμένοι γονείς να αντιληφθούν πως η γονική μέριμνα συνιστά καθήκον πρωτίστως και όχι ατομικό τους δικαίωμα όπως εσφαλμένα μέχρι σήμερα υπολαμβάνουν.
Περαιτέρω, το νομοσχέδιο προέβλεπε, κατ’ εξαίρεση -ως ασφαλιστική δικλείδα για την περίπτωση κατά την οποία το συμφέρον του παιδιού δεν θα εξυπηρετούνταν από την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας- τη δυνατότητα κάθε γονέα να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει την ανάθεση σε αυτόν της αποκλειστικής άσκησης της γονικής μέριμνας για σπουδαίο λόγο.
Ειδικότερα, προβλεπόταν ενδεικτικά, ως σπουδαίος λόγος, η αυθαίρετη μεταβολή του τόπου κατοικίας του παιδιού από τον άλλο γονέα, ή η αδιαφορία του κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, ρητά αναφερόμενο στην αιτιολογική έκθεση, αυτό του γονέα ‘που δεν ανταποκρίνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις’, καθώς και η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας: ως τέτοια θεωρούνταν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η παρέμβαση του γονέα που δεν θα διέμενε με το παιδί ‘σε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής του ανηλίκου’ -που κατά το σχέδιο νόμου έπρεπε να ρυθμίζεται μόνο από τον γονέα που θα ζούσε με το παιδί.
Ιδιαίτερα θετική ήταν η νομοτεχνική κατάστρωση της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, που έδινε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τον εφαρμοστή του δικαίου, τους γονείς και την κοινωνία συνολικά, ότι η εξακολούθηση της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά τον χωρισμό τους αποτελεί τον κανόνα (στο υπό τροποποίηση άρθρο 1513 ΑΚ), η δε ανάθεσή της μόνο σε έναν ή η κατανομή της μεταξύ των γονέων (και η ανάθεση σε τρίτον) την εξαίρεση (νέο άρθρο 1514 ΑΚ), η οποία μπορούσε να αιτιολογηθεί μόνο με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου.
Ωστόσο, αυτή η πρόταση νόμου, που εκείνη την εποχή διασφάλιζε την ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές νομοθεσίας, καθιερώνοντας τον κανόνα της από κοινού άσκησης της (νομικής) επιμέλειας μετά το διαζύγιο, έχει πλέον ξεπεραστεί κατά το μέρος που προέβλεπε συμφωνία για ‘τον γονέα με τον οποίο θα έμενε το παιδί’ και ‘τον τρόπο επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο τούτο δεν συγκατοικεί’.
Διότι το ευρωπαϊκό νομικό γίγνεσθαι έχει εν τω μεταξύ εξελιχθεί, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, και πλέον υφίσταται και στη χώρα μας η ανάγκη διασφάλισης ενός σύγχρονου μοντέλου ανατροφής, που δεν θα περιθωριοποιεί τον ένα γονέα από τη ζωή του τέκνου, αλλά θα εγγυάται τη μέγιστη δυνατή ισοκατανομή του χρόνου του παιδιού μεταξύ των γονιών του.
v) η εμπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη
Η λειτουργική κατανομή της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο, που αποτελεί σήμερα τον σχεδόν απαρέγκλιτο κανόνα, λόγω της δικαστικής πρακτικής και δικηγορικής πεπατημένης, αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα και, ιδίως, στις ανάγκες του παιδιού χωρισμένων γονέων της εποχής μας, σύμφωνα με την εμπειρία της Αρχής, από το έτος 2003 μέχρι σήμερα, ούτε συνάδει με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.
Ο Συνήγορος έχει διαπιστώσει από τον χειρισμό πολύ μεγάλου όγκου αναφορών, ότι η παγιωμένη πρακτική της ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου στον έναν γονέα, καλλιεργεί σε αυτόν την πεποίθηση ότι η επιμέλεια αποτελεί ατομικό του δικαίωμα, το οποίο εκτείνεται μέχρι του σημείου του αποκλεισμού του άλλου γονέα από τη ζωή του παιδιού, αφού αντιδιαστέλλεται κατά την πεποίθησή του προς το δικαίωμα του άλλου γονέα σε επικοινωνία με το παιδί20.
Μερίδα της νομικής θεωρίας τάσσεται υπέρ της μονομερούς λήψης αποφάσεων από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια για μια σειρά από θέματα που ούτε απλά ούτε τρέχοντα είναι, απομακρυνόμενη από την πάγια νομολογία του Άρειου Πάγου, ότι η επιμέλεια αφορά μόνο τα απλά και τρέχοντα θέματα της καθημερινότητας του παιδιού, ενώ όλες οι σημαντικές και επιδραστικές για τη ζωή του παιδιού αποφάσεις παραμένουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας.
Η μεταστροφή αυτή της θεωρίας έχει ήδη ασκήσει επίδραση στην Ελληνική Διοίκηση σε διάφορα επίπεδα. Ενδεικτικά
- η Ελληνική Αστυνομία, παρά την αντίθετη αρχικά πρόβλεψη του νόμου, επέτρεπε την έκδοση διαβατηρίου ανηλίκου με αίτηση μόνο του γονέα που ασκεί την επιμέλεια -αντί των δύο που ασκούν τη γονική μέριμνα, όπως όριζε ο νόμος- και σε συνέχεια παρεμβάσεων του Συνηγόρου για την υπόδειξη της παράτυπης πρακτικής μετά από περιπτώσεις διεθνούς γονικής απαγωγής, επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση υπουργικής απόφασης, που καθιστά πλέον νόμιμη την τακτική αυτή.
- Το Υπουργείο Εσωτερικών υποστηρίζει εγγράφως, ότι ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια δικαιούται επιπλέον διευκολύνσεις, διότι επωμίζεται επιπλέον καθήκοντα, και για τον λόγο αυτό προβαίνει σε contra legem ερμηνεία σε ό,τι αφορά την εγγραφή του τέκνου σε οικογενειακή μερίδα, την οποία επιτρέπει να μεταβάλλει κατά το δοκούν ο ασκών την επιμέλεια γονέας, ακόμη και όταν οι δύο γονείς έχουν την ίδια δημοτικότητα κι επομένως στην πράξη καμία πρακτική διευκόλυνση δεν προκύπτει από αυτό. Όπως γίνεται αντιληπτό, συνέπεια αυτών των στάσεων της Διοίκησης είναι η εμπέδωση στον γονέα που ασκεί την επιμέλεια της ιδιοκτησιακής αντίληψης προς το τέκνο, η οποία εκφράζεται ανάγλυφα στην περίπτωση της μεταδημότευσης, αφού ‘αφαιρεί’ τώρα το τέκνο από τη μερίδα του άλλου γονέα, που είχε συμφωνηθεί πριν το γάμο, και το εντάσσει στη δική του.
Αντίθετα, όμως, το Υπουργείο Παιδείας, που ως κεντρική υπηρεσία, αλλά και ως εκπαιδευτικοί στα σχολεία, ήταν σε απόλυτη γνώση των προβλημάτων στο χώρο της
εκπαίδευσης, λόγω εκφάνσεων της ιδιοκτησιακής λογικής γονέων που ασκούσαν μόνοι την επιμέλεια των παιδιών-μαθητών, οι οποίοι έφθαναν ακόμη και σε σημείο να προβάλουν αυθαίρετη απαίτηση προς τους εκπαιδευτικούς να απαγορεύουν την είσοδο του άλλου γονέα στον σχολικό χώρο (!), υιοθέτησε την πρόταση της Αρχής μας και εξέδωσε την από 13/10/2010 με αρ.Φ7/517/127893/Γ1 εγκύκλιο, για τα δικαιώματα των μαθητών-παιδιών χωρισμένων γονέων, των οποίων ο ένας γονέας δεν ασκεί την επιμέλεια21. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, με την εφαρμογή της εγκυκλίου, που καθιστά σαφή τα δικαιώματα των παιδιών χωρισμένων γονέων στο σχολείο, και συγκεκριμένα σε ανατροφή και από τους δύο γονείς και επικοινωνία με τον γονέα που δεν μένει μαζί τους και εντός του σχολείου, η μεταστροφή της στάσης των εκπαιδευτικών ήταν αξιοσημείωτη, στον τρόπο αντιμετώπισης του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια και κατά συνέπεια όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος του παιδιού σε ανατροφή και από τους δύο γονείς (άρ.18 ΔΣΔΠ). Το ίδιο συνέβη και με τους επαγγελματίες, που ασχολούνται με την προσχολική φύλαξη και φροντίδα των παιδιών σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, μετά την αποδοχή αντίστοιχων προτάσεων του Συνηγόρου από τα Υπουργεία Εσωτερικών22 και Εργασίας23.
Πολύ μεγαλύτερη αναμένεται να είναι η μεταστροφή της νοοτροπίας των επαγγελματιών που ασχολούνται με το παιδί, αλλά πρωτίστως των ίδιων των γονέων, από την τροποποίηση της νομοθεσίας και την καθιέρωση του κανόνα της διατήρησης της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας από κοινού από τους δύο γονείς και μετά τον χωρισμό, τυπικό ή άτυπο, των γονέων.
vi) η πρόταση της Αρχής
Όπως προκύπτει από όλα τα ανωτέρω, η ισχύουσα νομοθεσία και η εφαρμογή της από τα δικαστήρια και τη δικηγορική πρακτική δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις διεθνείς υποχρεώσεις και ενωσιακές συστάσεις που έχει δεχθεί η χώρα -η οποία υποχρεούται να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, σύμφωνα με την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή και την ανάπτυξη του παιδιού (άρ.18 ΔΣΔΠ) και συνιστάται να εισαγάγει τον θεσμό της εναλλασσόμενης κατοικίας των παιδιών μετά τον χωρισμό των γονέων (Ψήφισμα 2079 (2015)- απέχουν από τις κατακτήσεις των περισσότερων ευρωπαϊκών νομοθεσιών, δεν διασφαλίζουν ικανοποιητικά την ενεργή και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού μετά το διαζύγιο, κι επομένως στερούν από το παιδί τη δυνατότητα να εξακολουθεί να απολαμβάνει τις ψυχολογικές και συναισθηματικές σταθερές, που βίωνε κατά τη συμβίωση των γονέων του, καταλείποντας το ευάλωτο σε όλες τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρει η ανατροπή σημαντικών συναισθηματικών δεσμών με έναν από τους έως τη διάσταση φροντιστές του, στην συμπεριφορική και ψυχοσυναισθηματική του εξέλιξη.
Δεδομένου, ότι ‘προφανώς στον ανήλικο συμφέρει περισσότερο μια φροντίδα από δύο άτομα, που ελέγχουν το ένα το άλλο, παρά μια εξουσία ενός μόνο προσώπου, η οποία…μπορεί να ρέπει ευκολότερα προς τον αυταρχισμό’24, είναι επίσης προφανές, ότι ο νόμος δεν πρέπει να επιτρέπει τη διολίσθηση στην υφιστάμενη πρακτική του αποκλεισμού του ενός γονέα από τη ζωή του παιδιού μετά τη διάλυση της έγγαμης συμβίωσης, που ενθαρρύνει τη λογική της ‘ιδιοκτησίας’ του παιδιού από τον γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια.
Αντίθετα, η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να μεταφέρει ένα ισχυρό μήνυμα προς τους γονείς, πρωτίστως, και τους εφαρμοστές του δικαίου, για το ότι η γονική μέριμνα
αποτελεί καθήκον των γονέων απέναντι στα παιδιά, η εκπλήρωση του οποίου δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συμφωνία ενός εκάστου μέρους και ευθύνη, από την
οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν με την επίκληση της ανώμαλης εξέλιξης της μεταξύ τους συμβίωσης.
Για τον λόγο αυτό, είναι επιτακτικό να εισαχθεί ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, στο σύνολό της, και μετά τη διάσταση/διαζύγιο/ακύρωση του γάμου/λύση του συμφώνου συμβίωσης.
Εξαίρεση μπορεί να υφίσταται όχι στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων άνευ άλλου τινός, αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο, για τον οποίο θα μπορούν να προσφύγουν οι γονείς στο δικαστήριο και να ζητήσουν διαφορετική ρύθμιση.
Οι γονείς οφείλουν να συμφωνούν για την κατανομή του χρόνου του παιδιού μεταξύ τους, κατά τεκμήριο σε ίσο ποσοστό, ή σε περίπτωση απόκλισης, με επίκληση των λόγων που επιβάλλουν μια διαφορετική ρύθμιση, ορίζοντας ταυτόχρονα τον τόπο κατοικίας του παιδιού (και όχι τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει), προβλέποντας τις λεπτομέρειες της εναλλασσόμενης κατοικίας, και επιλύοντας τα θέματα που αφορούν την εκπαίδευσή του (επιλογή σχολείου, ξένων γλωσσών, λοιπών δραστηριοτήτων, όπως μαθήματα υπολογιστών, καλλιτεχνικά, αθλητικές δραστηριότητες κ.ο.κ.), την υγεία του (επιλογή παιδιάτρου, υπαγωγή σε ασφάλιση και βιβλιάριο ποιού γονέα κλπ), την επιλογή θρησκεύματος ή μη, την έξοδο του παιδιού από τη χώρα, τις δαπάνες του και την κατανομή τους μεταξύ των γονέων, τον τρόπο επίλυσης των διαφωνιών των γονέων, τον χρόνο αναθεώρησης της συμφωνίας και όποια άλλα ζητήματα μπορεί να οριστούν από το νομοθέτη, ως το περιεχόμενο του σχεδίου ανατροφής (parenting plan).
Το σχέδιο αυτό ανατροφής δέον όπως καταρτίζεται μεταξύ των γονέων είτε με τη σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, είτε με τη γέννηση του τέκνου. Και τούτο, διότι τα διδάγματα της κοινής πείρας καθιστούν ασφαλέστερη για την επίτευξη συμφωνίας επί του σχεδίου μία από τις ανωτέρω αναφερόμενες στιγμές αντί τη στιγμή της διάρρηξης της σχέσης μεταξύ των γονέων. Τυχόν διαφοροποίηση από το σχέδιο (είτε κατά τη λήξη της συμβίωσης ή λύσης του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης είτε σε όποιο άλλο χρόνο) θα πρέπει να αιτιολογείται με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου.
Σε περίπτωση που οι γονείς αδυνατούν να έρθουν σε συμφωνία για την κατάρτιση του σχεδίου ανατροφής του τέκνου τους (περίπτωση που βασίμως εικάζεται, ότι θα
παρουσιάζεται συνηθέστερα όταν καλούνται να καταρτίσουν το σχέδιο ανατροφής του τέκνου τους κατά τη στιγμή της διάρρηξης της σχέσεως τους δια λύσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης, διακοπής της συμβίωσης κ.ο.κ.), καθοριστική μπορεί να είναι η συμβολή του θεσμού της διαμεσολάβησης, με τη συνδρομή πιστοποιημένων διαμεσολαβητών και την επικουρία των κατάλληλων κοινωνικών υπηρεσιών, όπου παρίσταται ανάγκη. Η διαμεσολάβηση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο ως προς την τήρηση θεμελιωδών κανόνων και αρχών, ουσιαστικών και διαδικαστικών (ισότητα των όπλων των μερών, λοιπές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις κ.ο.κ.) και η συμφωνία επί του σχεδίου ανατροφής που θα αποτελεί προϊόν διαμεσολάβησης θα μπορεί να αποκτά νομικό κύρος με την επικύρωσή της, κατόπιν του προαναφερόμενου ελέγχου, από δημόσια αρχή. Θα δύναται, δε, να προσβληθεί, όπως και η συναινετική κατάρτιση σχεδίου ανατροφής, μόνο για σπουδαίο λόγο. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη, ως ο θεσμικός φορέας διαμεσολάβησης της πολιτείας μας, με ειδική αρμοδιότητα την
προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων του παιδιού, θα μπορούσε να συμβάλλει τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση ενός διαμεσολαβητικού, εξωδικαστικού μηχανισμού για την κατάρτιση και κύρωση των σχεδίων ανατροφής τέκνων με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση, κατά την κατάρτιση του σχεδίου ανατροφής (είτε συναινετικά, είτε στο πλαίσιο διαμεσολαβητικής συνδρομής), θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα να μην ανατρέπεται η καθημερινότητα του τέκνου και, ιδίως, να λαμβάνεται υπόψη η άποψη του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του, σύμφωνα με τις επιταγές του άρ.3 της ΔΣΔΠ.
Με την υιοθέτηση του κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας στο σύνολό της και μετά τον χωρισμό των γονέων, το Οικογενειακό μας Δίκαιο μπορεί να επιτελέσει την διακηρυκτική και παιδαγωγική λειτουργία του, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις για την άσκηση της γονικής μέριμνας έχουν ‘κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα’25.
Με την εισαγωγή των διατάξεων για την εναλλασσόμενη κατοικία, η χώρα μας θα ανταποκριθεί στις διεθνείς δεσμεύσεις και συστάσεις, για την ουσιαστική κατοχύρωση της αρχής της από κοινού ανατροφής του παιδιού, ανεξάρτητα από την ύ