Απόσπασμα δικαστικής απόφασης 2018 / Σκεπτικό δικαστή.
.....
Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ.1510,1511,1512-1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδερφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Τα ως άνω ισχύουν ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός αν η συμπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης (ΑΠ 1526/2017, ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης, οι επιλογές του δικαστηρίου για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας των τέκνων γεννημένων σε γάμο είναι οι ακόλουθες τέσσερις: Α. Να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε ένα από τους γονείς, Β. Να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στους 2 γονείς από κοινού Γ. Να κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων και Δ. Να την αναθέσει σε τρίτον. Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής θεωρείται ότι δημιουργεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον, προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό (Παπαχρίστου, Αρμ 1985.101-103). Στο διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία κατοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και με η μητέρα. Το παιδί έχει δύο λειτουργικά σπίτια την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δυο γονείς. Επιπλέον σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγγελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκολία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επικρατούσε παλαιότερα. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι δύο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στο γονέα που δε διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μεταξύ δυο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δυο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες. Πολυάριθμες διεθνείς μελέτες (Nielsen (2014), Shared physical custody: Summary of 40 studies on outcomes for children, Journal of Divorce & Remarriage, 55, 613-635), κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με το λιγότερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%. Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθαυτός δείκτης της έλλειψης γονικής ικανότητας. Ιδανική λύση είναι η διατήρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς. Εξάλλου σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα (άρθρο 1511 3 ΑΚ), χωρίς όμως να είναι δεσμευτική. Ως ωριμότητα του τέκνου είναι η ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του. Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας (ΑΠ 561/2003 ΝοΒ 2004.23). Η ακρόαση πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη από το παιδί των σκέψεων, αισθημάτων, αναγκών και επιθυμιών του που θα αποτελέσουν ένα οδηγό για την κρίση του δικαστηρίου. Από την προσωπική επαφή που είχε το δικαστήριο με το ως άνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων, δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με αυτό, προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη του σχετικά με το ποιος είναι ο γονέας με τον οποίο προτιμά να διαμείνει, διότι το παιδί δεν ήταν συνεργάσιμο, αρνούταν να προσέλθει στην αίθουσα για να συνομιλήσει κατ’ ιδίαν με τη Δικαστή αλλά και όταν του προτάθηκε να γίνει συζήτηση με τη Δικαστή ενώπιον των γονέων του, για να νιώθει πιο οικεία, αρνήθηκε, εξερχόμενο της αίθουσας και δεν υπάκουσε στις παραινέσεις κανενός από τους δυο του γονείς που το προέτρεπαν να συνομιλήσει με τη Δικαστή. Όμως στην προσπάθεια της Δικαστή να προσεγγίσει το παιδί και ν α το πείσει να δεχτεί να επικοινωνήσει μαζί της, του προσφέρθηκε να την ακολουθήσει για να του προσφέρει εδέσματα και τότε αυτό ακολούθησε πρόθυμα, έλαβε τα εδέσματα αλλά αμέσως μετά απομακρύνθηκε αρνούμενο να συνομιλήσει. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της προσπάθειάς του να αποφύγει την επικοινωνία του με τη Δικαστή, το παιδί ως εκ της όψεως του δεν έδειχνε φοβισμένο, ούτε ανήσυχο αντίθετα χαμογελούσε δίνοντας την εικόνα παιδιού που θέλει να ξεφύγει από τη διαδικασία στην οποία είχε προσέλθει για να υποβληθεί. Η συμπεριφορά αυτή του παιδιού κατά την κρίση της προεδρεύουσας, υποδεικνύει ότι το παιδί είναι αρκετά έξυπνο, κατανοούσε πλήρως πού βρισκόταν και για ποιο λόγο και η συμπεριφορά που επέδειξε ήταν σκόπιμη για αυτό, για να αποφύγει να απαντήσει στις ερωτήσεις της Δικαστή. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η συμπεριφορά αυτή του ανηλίκου δικαιολογείται πλήρως ενόψει της σφοδρότητας της αντιδικίας και της πολλαπλότητας των δικαστικών αγώνων στους οποίους έχουν επιδοθεί οι διάδικοι για τη διεκδίκηση της επιμέλειας του τέκνου τους, για την επικοινωνία του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλειά του με αυτό. Αν η συμπεριφορά του τέκνου ήταν υποβολιμαία από κάποιον γονέα του, το τέκνο θα είχε ανταποκριθεί στην επικοινωνία του με τη Δικαστή και θα είχε εκφράσει τη γνώμη που θα του είχε υποβάλλει ο γονέας του αντίθετα το ότι αρνήθηκε την επικοινωνία κρίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα δικής του απόφασης διότι ήθελε να αποφύγει έτι περαιτέρω αντιδικία των γονέων του, ενόψει των απαντήσεων του, ενώ λόγω και της ηλικίας του και του βαθμού της ωριμότητάς του, το παιδί δε διαθέτει την απαιτούμενη ευελιξία στο χειρισμό τέτοιων καταστάσεων. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία τα οποία συνεκτιμήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη την καταλληλότητα και των δυο γονέων και τη θέληση να ενασχοληθούν συστηματικά με τον υιό τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν διαθέτουν άλλον κατιόντα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. Η χρονική ήτοι εναλλασσόμενη άσκηση-κατανομή της επιμέλειας εξασφαλίζει τη συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού και ενισχύει τους δεσμούς του ανηλίκου με αμφότερους τους γονείς του, περιορίζοντας έτσι τις αναπόφευκτα δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί ο χωρισμός τους στην ψυχολογία και την εν γένει προσωπικότητά του. Οι γονείς του ανήλικου, μέσα από τη διαφορετικότητά τους ως χαρακτήρων, έχουν αμφότεροι θετικά γνωρίσματα, που είναι απαραίτητα και καίρια για την ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική ανάπτυξη του γιου τους και κρίνεται πως αν αποσοβηθούν οι εντάσεις και βρουν δίοδο επικοινωνίας, την οποία κρίνεται ότι είναι ικανοί να βρουν, δεδομένου ότι είναι υπεύθυνα άτομα, λειτουργώντας προς το συμφέρον του τέκνου τους, θα επιτύχουν αυτό που αμφότεροι επιδιώκουν τη σωστή ανατροφή του παιδιού τους σε κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας συμμετέχοντας ενεργά στη ζωή του. Οι ως άνω διάδικοι αναλαμβάνουν αποκλειστικά και τα έξοδα της διατροφής για το χρονικό διάστημα που τους ανατίθεται η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, ήτοι ο πατέρας κατά τους μήνες που λήγουν σε μονό αριθμό και η μητέρα κατά τους μήνες που λήγουν σε ζυγό αριθμό. Κατά το χρονικό διάστημα που θα διαμένει με τον πατέρα στην οικία του τελευταίου , η μητέρα έχει το δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο της: α) Κάθε Τρίτη από ώρα 18:00 έως ώρα 21:00 και β) Το δεύτερο Παρασκευοσαββατοκύριακο εκάστου μηνός από ώρα 18:00 της Παρασκευής έως ώρα 20:00 της Κυριακής. Κατά το χρονικό διάστημα που θα διαμένει με τη μητέρα στην οικία της τελευταίας, ο πατέρας έχει το δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του: α) Κάθε Τρίτη από ώρα 18:00 έως ώρα 21:00 και β) Το δεύτερο Παρασκευοσαββατοκύριακο εκάστου μηνός από ώρα 18:00 της Παρασκευής έως ώρα 20:00 της Κυριακής. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας (άρ. 179 ΚΠολΔ).
.....
Η απόφαση εκδόθηκε το 2018