Αυτό που συνηθίζεται στις σχέσεις γονέων με τα παιδιά τους, πριν την ύπαρξη διαζυγίου ή και ακόμα γάμου, αν μιλούμε για παιδιά αναγνωρισμένα εκτός γάμου αλλά σε καθεστώς συμβίωσης του ζευγαριού, σε και με οποιαδήποτε συνθήκη συνύπαρξης μιας οικογένειας, (μπαμπάς, μαμά, παιδιά), αυτό που συνηθίζεται είναι ο άμεσος στερεοτυπικά διαχωρισμός της γονεϊκής ιδιότητας σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών τους. Είναι από πριν βεβαιωμένο, κοινωνικά προσδιορισμένο, τι μπορεί να κάνει ο ένας σύζυγος και τι μπορεί να κάνει ο άλλος, επίσης τι επιτρέπεται να κάνει ο ένας και τι επιτρέπεται να κάνει ο άλλος. Δε χρειάζεται σε ένα τέτοιο άρθρο να περιγράψω τα στερεότυπα για τον μπαμπά και τη μαμά, μπορώ όμως να περιγράψω το αποτέλεσμα της σιωπηρής συμφωνίας και αποδοχής των προκαθορισμένων ρόλων.
Πρώτο αποτέλεσμα είναι το στρες. Όταν κάποια ή κάποιος οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα εξωτερικό πρότυπο –ειδικά αν αυτό το πρότυπο δεν είναι σύμφυτο με την ιδιοσυστασία του– δημιουργεί έτι περεταίρω το συναίσθημα ότι ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙΣ και δεν ταυτίζεσαι. Ο αγώνας για κοινωνική ταύτιση δεν είναι κάτι αστείο. Η κοινωνική ταύτιση των ανθρώπων με μια ομάδα, είτε αυτή είναι πολιτικό κόμμα, αθλητική ομάδα, επαγγελματική ομάδα κ.λπ. είναι ένας αγώνας κατά τη διαδικασία του οποίου κάποιοι άνθρωποι μπορεί να φτάσουν και στα άκρα, σε καταστάσεις φανατισμού ή περιθωριοποίησης, σε καταστάσεις δηλαδή αντιθετικά ακραίες, όπου η ταύτιση με μια ομάδα χειραγωγεί το άτομο (= φανατισμός), είτε που η οποιαδήποτε ταύτιση με οποιαδήποτε ομάδα αποτυγχάνει, όπου σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζουν τα άτομα συνθήκες περιθωρίου.
Το ίδιο συμβαίνει και στους γονείς.
Κάποιοι υπερταυτίζονται με το ρόλο τους, σε αυτή την περίπτωση ο μπαμπάς «δικαιώνει» το ρόλο του ανατολίτη αφέντη της οικογένειας, πράγμα που τον αποξενώνει από την ανατροφή των παιδιών του, ενώ η μαμά παίζει αποκλειστικά το ρόλο της τροφού του σπιτιού αναλαμβάνοντας με τη βοήθεια, συνήθως ενός μεγαλύτερου σε ηλικία θήλεος προσώπου (= γιαγιά), το σύνολο της ανατροφής των παιδιών. Τύποις άρχει ο μπαμπάς, ουσιαστικά όμως το σπίτι «γυναικοκρατείται» κατά την απουσία του πρώτου. Στη δεύτερη περίπτωση, περίπτωση που αρχίζει να έχει αυξητικές τάσεις, η μαμά και ο μπαμπάς, λόγω νοοτροπίας, εργασίας, ικανοτήτων, τρόπου ζωής αλλά και βαθιών δομικών αλλαγών στο σώμα της ελληνικής οικογένειας, σε πρώτο πλάνο δείχνουν να έχουν ανακατέψει τους ρόλους. Και το χειρότερο, δείχνουν να μην ταιριάζουν με τους παραδεδομένους κοινωνικούς ρόλους. Αυτό αντί να τους λυτρώνει, μάλλον τους περιθωριοποιεί στα «μάτια» της κοινωνικής κριτικής και της εικόνας που έχουν επιβάλει οι πατρικές οικογένειες για τα δύο φύλα. Ο μπαμπάς έχοντας αναλάβει εξίσου ή και ακόμα σε μεγαλύτερο βαθμό την ανατροφή των παιδιών, έχει ένα πρόβλημα ταύτισης με τους άλλους μπαμπάδες, ή έστω με το στερεότυπο του πατέρα. Η μητέρα, ανήμπορη να αλλάξει τα πράγματα, βλέπει τον εαυτόν της να απομακρύνεται παρασάγγας από την κοινωνική εικόνα της μαμάς, πράγμα που τη θλίβει, την κάνει να νιώθει αμήχανα και την αποδιοργανώνει. Και οι δύο βιώνουν μοναχικά την εμπειρία του περιθωρίου. Και συνήθως το περιθώριο γίνεται βίαιο, μοχθηρό, αναζητά δικαιοσύνη με κάθε τρόπο, αυτοδικεί, συγκρούεται και ακριβώς αυτό κάνουν οι δύο γονείς, εναντίον ο ένας του άλλου, εναντίον των παιδιών τους, ενώπιον και εν απουσία των παιδιών τους.
Και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις παρακολουθήσαμε δύο αντιθετικά ακραίες περιπτώσεις, ακριβώς, για να ανιχνεύσουμε με αφαιρετικό τρόπο –και πιο κατανοητό– πώς μια άυλη πεποίθηση για το ρόλο των γονέων δημιουργεί «υλικά» και απτά αποτελέσματα στη γονεϊκή συμπεριφορά. Επίσης το κάναμε, για να καταλάβουμε ότι η άκριτη αποδοχή των στερεοτύπων είναι η εύκολη απάντηση στις πλέον δυσεπίλυτες ερωτήσεις.
Συγκεκριμένα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικής και φυλικής «μάχης», το πρώτο που θυσιάζεται είναι η λογική, το δεύτερο το αίσθημα δικαιοσύνης. Αυτό που αντιθέτως επικρατεί είναι ένας ορυμαγδός ρατσισμού και διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα σε σχέση με τη γονεϊκή ιδιότητά τους. Ας μη χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «ρατσισμός» καθότι εμπλέκει ως όρος την έννοια της φυλής. Μπορούμε ωστόσο να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «διάκριση» (= discrimination), γιατί εμπεριέχει την έννοια της οποιασδήποτε συμπεριφοράς εναντίον των μειονοτήτων συνολικά.
Στην άσκηση της γονεϊκής ιδιότητας μειονότητα μπορεί να είναι εν δυνάμει οποιασδήποτε γονιός δεν εμπεριέχεται στην κοινωνική νόρμα με βάση το φύλο του. Μια μητέρα, που δεν είναι αυτοθυσιαστική, με τον μεσογειακό τρόπο, για τα παιδιά της, ένας πατέρας που ασχολείται έντονα με την ανατροφή των παιδιών του κ.ο.κ. μπορούν να γίνουν στόχος διάκρισης ειδικά στη διάρκεια ενός συγκρουσιακού διαζυγίου. Η επιδίκαση επιμέλειας σε έναν από τους δύο γονείς, πράγμα που μοιάζει σχεδόν υποχρεωτικό για την Ελλάδα, εκτός αν οι γονείς αποφασίσουν διαφορετικά, είναι πρακτικά απόγειο της πρακτικής διακρίσεων και για τα δύο φύλα. Και δεν εννοούμε τις αποφάσεις της δικαστικής έδρας, άλλωστε η απονομή δικαιοσύνης δεν είναι κάτι που αφορά σε αυτό το άρθρο. Μιλούμε για την κοινωνική πρακτική. Οι υποθέσεις των παιδιών χωρισμένων γονιών «δικάζονται» πρώτα από όλα από τον κοινωνικό περίγυρο, από τις δυναμικές που αναπτύσσουν οι πατρικές οικογένειες των γονέων, από τα στερεότυπα των δικηγόρων, των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας, των εκπαιδευτικών, της ίδιας της κοινωνίας, είτε ως μικροσύνολο γειτονιάς ή ως κοινωνικό σύνολο πόλης ή χώρας.
Τι πρόβλημα όμως είναι αυτό; Για ποιον λόγο συμβαίνει; Ποια είναι η φύση του;
Η οιονεί αντίληψη ότι ένας από τους δύο γονείς οφείλει να είναι, στην καλύτερη περίπτωση ΓΟΝΙΟΣ Β, είναι στη φύση της αντίληψη προσβλητική και ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ. Ο άντρας ή η γυναίκα, ο μπαμπάς ή η μαμά για τους οποίους αδίκως εγείρονται κατηγορίες ανικανότητας εκπλήρωσης της γονεϊκής τους ιδιότητας με πρόσχημα και μόνο το φύλο τους και κατά πόσον η φυλική συμπεριφορά τους συνάδει με το αντίστοιχο πατρικό και μητρικό στερεότυπο, είναι πρόβλημα ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ και ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ και μόνο έτσι μπορεί να ιδωθεί.
Ζώντας, όμως, πέρα από τα όποια προβλήματα, σε ένα ώριμο ευρωπαϊκό κράτος, υποχρεωνόμαστε τόσο να σεβόμαστε και εμείς και το κράτος τα δικαιώματα του παιδιού όσο και την νομική οχύρωση των πολιτών του απέναντι στις διακρίσεις.
Η γονεϊκή ιδιότητα, λοιπόν, δεν ορίζεται από το φύλο του γονιού αλλά από την ψυχοσυναισθηματική επικοινωνία του/της με το παιδί ή τα παιδιά του/της.
Πράγμα, που τελευταία αποδεικνύεται από τις έρευνες. Πράγμα που ορίζεται από τη βίαιη αλλαγή των ρόλων των φύλων, κατά την οποία η μαμά γίνεται πιο μπαμπάς και ο μπαμπάς πιο μαμά.
Για ποιους λόγους; Για λόγους εργασίας, αποστασιοποίησης από τον παραδοσιακό ρόλο της μαμάς ή του μπαμπά αλλά και συνεργασίας των δύο γονιών στη ανατροφή των παιδιών, εκ των πραγμάτων.
Ας εκμεταλλευτούμε αυτή την αλλαγή για τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας γονιού, μιας νέας οικογένειας, όπου οι γονείς θα ανατρέφουν από κοινού τα παιδιά τους, αφήνοντας πίσω τη δεσμευτική εικόνα του παρελθόντος, που βασιζόταν στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας και της οικογένειας, μιας δομής που φθίνει και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χωρέσει όλες τις αλλαγές του οικογενειακού οικοδομήματος. Η συνεπιμέλεια, άλλωστε, μετά το διαζύγιο ή η συνανατροφή εντός του γάμου δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη γονική παροχή που μοιραζόμενη, αυτή πολλαπλασιάζεται προς όφελος των παιδιών.
*Δρ Νικόλαος Σαραφιανός Φιλόλογος - Ms Ευρωπαικών Σπουδών -Συγγραφέας, Πρόεδρος του ΓΟΝ.ΙΣ. Χαλκίδας.
Το Άρθρο αυτό "Διακρίσεις και γονεϊκή ιδιότητα" δημοσιεύτηκε σήμερα 27/6/2014 στον ιστότοπο www.gonis.org.gr για πρωτη φορά με την σύμφωνη γνώμη του ΔΣ του ΓΟΝ.ΙΣ.