Η έννοια του αποχωρισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση του ανθρώπου, καθώς συναντάται σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Κάθε άνθρωπος, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει, βιώνει αναρίθμητους αποχωρισμούς διαφορετικής έντασης, σημασίας και βαρύτητας. Όταν ο αποχωρισμός συνδέεται με το θάνατο, κυρίως δε το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, μιλάμε σίγουρα για την πιο ακραία και επίπονη μορφή του. Τα συναισθήματα που σχετίζονται με το θάνατο και το πένθος, όπως η θλίψη, ο πόνος, η ανασφάλεια, ο φόβος, είναι αναμφισβήτητα επώδυνα και αφορούν τόσο τους ενήλικες όσο και τα παιδιά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιο “μαγικό πέπλο” που να προστατεύει τα παιδιά καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ζωής. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μέχρι ένα άτομο να συμπληρώσει τα δεκαοχτώ του χρόνια, έχει έρθει σε επαφή με το θάνατο δεκαοχτώ χιλιάδες φορές (όπως αναφέρεται στον Kroen, 2007). Είτε με τον εικονικό, μέσα από τα κινούμενα σχέδια και τα βιβλία, είτε τον πραγματικό, αλλά απρόσωπο θάνατο, μέσα από τα δελτία ειδήσεων, αλλά και με τον πολύ προσωπικό, μέσα από τη σχέση του με τους συνομηλίκους του και την ίδια του την οικογένεια. Επομένως, κάθε προσπάθεια να προστατεύσουμε τα παιδιά από την έννοια του θανάτου είναι μάλλον μάταιη. Αντίθετα, ένα νεκρό πουλί στο δρόμο ή ο θάνατος ενός κατοικίδιου κρίνονται ιδανικές ευκαιρίες για έναν ενήλικα να μιλήσει στο παιδί για τον κύκλο της ζωής, καθώς επίσης να το προτρέψει να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα και σκέψεις. Μελετώντας τις διάφορες πηγές πληροφόρησης διαπιστώνεται ότι οι συγγραφείς φαίνεται να μη συμφωνούν απόλυτα σε ότι αφορά στην ηλικία που ένα παιδί είναι ικανό να κατανοήσει, εν μέρει ή πλήρως, την έννοια του θανάτου και ότι αυτός συνεπάγεται. Σίγουρα, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στον τρόπο που ένα βρέφος, ένα νήπιο, ένα παιδί σχολικής ηλικίας και αργότερα ένας προ-έφηβος αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται συναισθηματικά την απώλεια. Νεογέννητο έως την ηλικία των 2 ετών Το βρέφος, μέχρι την ηλικία των 12 μηνών, δεν αντιλαμβάνεται τη μητέρα του ως ξεχωριστό άτομο, αλλά ως την προέκταση του εαυτού του. Η ίδια ταυτίζεται με την έννοια της ζωής και αποτελεί πηγή φροντίδας, ασφάλειας, ζεστασιάς και σταθερότητας. Ο θάνατος της μητέρας συνεπάγεται γι’ αυτό μια απότομη αλλαγή, καθώς ο σύνδεσμος μεταξύ τους κόβεται. Το βρέφος ουσιαστικά αντιλαμβάνεται το θάνατο ως απουσία (Kroen, 2007). Σύμφωνα με τον Bowlby, το βρέφος μετά την ηλικία των 8 μηνών και μέχρι τα δύο πρώτα έτη της ζωής του (φάση του σαφούς δεσμού) εμφανίζει πλήρες άγχος αποχωρισμού, δηλαδή ταράζεται εμφανώς με την αποχώρηση της μητέρας από το οπτικό του πεδίο. Το αίσθημα της ασφάλειας αποκαθίσταται με την επανεμφάνισή της. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε πως ο θάνατος της μητέρας και επομένως η πλήρης απουσία της, επιφέρουν αναστάτωση και σύγχυση στην καθημερινότητα του (όπως αναφέρεται στους Cole & Cole, 2002). Η απώλεια που νοιώθει το βρέφος είναι πάντοτε διπλή. Χάνοντας τη μητέρα του, βιώνει την απώλεια της ίδιας, καθώς στερείται την αγάπη και τη στοργή της, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται τη θλίψη των ανθρώπων γύρω του. Στην περίπτωση θανάτου του πατέρα του, από τη μία χάνει ένα σημαντικό και αναντικατάστατο πρόσωπο, ενώ ταυτόχρονα βιώνει την αλλαγή της συμπεριφοράς της μητέρας λόγω του πένθους (Bacqué, 2004). Αποτέλεσμα της δυσφορίας του βρέφους, λόγω της απώλειας, είναι η εμφάνιση διαταραχών. Αυτές εκδηλώνονται με αλλαγή στις συνήθειες φαγητού ή ύπνου, παρατεταμένο ή αδικαιολόγητο κλάμα και ιδιαίτερη ευερεθιστότητα. Το περιβάλλον του βρέφους προκειμένου να αμβλύνει τις παραπάνω διαταραχές θα πρέπει να του παράσχει σταθερότητα στο πρόγραμμα φροντίδας, να αποφύγει τις εκδηλώσεις θρήνου, όπως κλάμα και δυνατές φωνές, καθώς επίσης να το προστατεύσει από την επαφή με άγνωστα πρόσωπα (Kroen, 2007). Παιδιά από 2 έως 5 ετών Η έννοια του θανάτου δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί από τα παιδιά αυτής της ηλικίας (Bacqué, 2004). Το παιδί από 2 έως 5 ετών αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του ως ζωντανά πλάσματα και συνηθίζει να μιλάει στα αντικείμενα διότι πιστεύει πως όλα έχουν ζωή (Baum, 2003). Επίσης, παρατηρείται μια “ανιμιστική” θεώρηση για τη ζωή, σύμφωνα με την οποία ζωντανό είναι κάτι όταν κινείται, όταν μιλάει, όταν χρειάζεται φαγητό και ύπνο (Bacqué, 2004). Η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών αυτής της ηλικίας δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν το θάνατο ως κάτι οριστικό, καθώς οι έννοιες του προσωρινού και του οριστικού δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί. Στο μυαλό τους ο νεκρός συνεχίζει, με κάποιο τρόπο, να ζει κανονικά (Baum, 2003). Σε άλλες περιπτώσεις, το παιδί πιστεύει πως ο νεκρός απλώς κοιμάται και υπάρχει πάντα η προσμονή πως κάποια στιγμή θα ξυπνήσει και θα επιστρέψει κοντά του (Kroen, 2007). Η ανάγκη του παιδιού να συνεχίσει να πιστεύει πως ο γονιός του ζει είναι ιδιαίτερα έντονη. Το κενό που αφήνει πίσω του ο θάνατος βιώνεται σε συναισθηματικό επίπεδο, αλλά, παράλληλα, έχει ζωτικής σημασίας προεκτάσεις, καθώς η παρουσία του γονιού είναι απαραίτητη για την επιβίωσή του (Τσιάντης, 2007). Τα παιδιά αυτής της ηλικίας αποδίδουν στους γονείς τους υπερφυσικές δυνάμεις. Πιστεύουν πως είναι παντοδύναμοι. Με το θάνατο ενός από τους δύο ή κάποιου τρίτου συγγενικού προσώπου αυτή η εικόνα καταστρέφεται. Η απώλεια των δυνάμεων που επέρχεται με το θάνατο δημιουργεί το αίσθημα του φόβου. Τα παιδιά νοιώθουν ευάλωτα και ίσως, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αισθάνονται πως οι γονείς δεν μπορούν να τους προσφέρουν απόλυτη προστασία σε οποιαδήποτε περίπτωση (Baum, 2003). Παράλληλα, έχουν την αίσθηση πως και τα ίδια έχουν τρομερές δυνάμεις. Έτσι, κατά τη διάρκεια του πένθους σκέφτονται πως πράξεις και λόγια που έχουν πει στο παρελθόν, εναντίον του γονιού τους, είναι ικανά, με ένα μαγικό τρόπο, να ευθύνονται για το χαμό του (Kroen, 2007). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα προφανές αποτέλεσμα της ιδιαίτερα εγωκεντρικής συμπεριφοράς των παιδιών αυτής της ηλικίας Τα παιδιά είναι σε θέση και έχουν την ανάγκη να εκφράσουν τη θλίψη τους, εφόσον τους το επιτρέψουν οι μεγάλοι. Αυτή η θλίψη όμως δεν τους αποτρέπει από το να παίξουν και να γελάσουν. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις είναι ξαφνικές και απρόβλεπτες· το γέλιο διαδέχεται το κλάμα και ο θρήνος τη χαρά (Bacqué, 2004). «Η διάρκεια του θρήνου είναι μικρή, καθώς η αντοχή των παιδιών στον ψυχικό πόνο είναι περιορισμένη. Επίσης, τα παιδιά χρησιμοποιούν συχνά τον μηχανισμό της άρνησης, η οποία συνυπάρχει με αντιστροφή του συναισθήματος, δηλαδή αντί για θλίψη εμφανίζουν χαρά» (Τσιάντης, 2007, σελ: 264). Κάποιες χαρακτηριστικές αντιδράσεις των παιδιών αυτής της ηλικίας κατά τη διάρκεια του πένθους είναι: 1) η τάση να επιστρέφουν σε συμπεριφορές που αντιστοιχούν σε προηγούμενες ηλικίες, επιζητώντας την αγάπη και την φροντίδα που ο θάνατος του γονιού τους έχει στερήσει, 2) η ταύτιση της συμπεριφοράς τους με αυτή των ενηλίκων. Λόγω της δικής τους δυσκολίας να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, μιμούνται τον τρόπο έκφρασης πένθους των μεγάλων, 3) η προσκόλληση σε ενηλίκους που, είτε μοιάζουν στο γονιό που έφυγε, είτε έχουν κάποιες κοινές ιδιότητες με αυτόν (Kroen, 2007). Πρόκειται ουσιαστικά για την ευκολία, αλλά και την ανάγκη, των παιδιών να αναζητούν υποκατάστατα (Τσιάντης, 2007). Η προσπάθεια των ενηλίκων να μιλήσουν στα παιδιά για το θάνατο με το λιγότερο οδυνηρό τρόπο είναι συχνά λανθασμένη. Είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν διφορούμενες εντυπώσεις στο ήδη μπερδεμένο μυαλό τους, οι οποίες επιφέρουν περαιτέρω σύγχυση (Baum, 2003) καθώς πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει πως η αντίληψη των παιδιών για το θάνατο είναι κυριολεκτική. Αυτό σημαίνει ότι μεταφορικές εκφράσεις του τύπου “ο μπαμπάς κοιμήθηκε για πάντα” ή “χάσαμε το μπαμπά” παραπλανούν και δημιουργούν φοβίες. Τα παιδιά δεν θέλουν να κοιμηθούν γιατί φοβούνται πως μπορεί να μην ξυπνήσουν ξανά. Επίσης, τείνουν να προσκολλώνται στους ενήλικες που τους περιβάλλουν, διότι υπάρχει η αγωνία πως με την οποιαδήποτε απομάκρυνση από κοντά τους θα χαθούν και τα ίδια. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε μεταφορική αναφορά γύρω από το συγκεκριμένο θέμα ενδέχεται να εκληφθεί ως ακραία αληθινή και κυριολεκτική (Kroen, 2007). Παιδιά από 5 έως 9 ετών Καθώς το παιδί μεγαλώνει, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη ευκολία την έννοια του θανάτου και ότι αυτός επιφέρει. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει διαφωνία στο αν είναι ακόμα σε θέση να αντιληφθεί την οριστικότητα και το αμετάκλητο του θανάτου. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μπορούν πλέον να διαχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα. Κατανοούν το θάνατο και τη μονιμότητά του, αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως είναι έτοιμα να τον αποδεχτούν, ούτε να διαχειριστούν αυτά που νοιώθουν. Κατακλύζονται, συγχρόνως, από έντονα συναισθήματα λύπης, θυμού ή/και φόβου, για πρώτη ίσως φορά σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης από πρωτόγνωρα συναισθήματα όπως η νοσταλγία. Το να γυρίσει λοιπόν ένα παιδί την πλάτη του σε αυτά τα συναισθήματα είναι κάτι που συμβαίνει στην προσπάθειά του να αμβλύνει την έντασή τους. Μέσα από τη διαδικασία της άρνησης τα παιδιά πιστεύουν πως όσο πιο πολύ παίζουν και γελούν, τόσο το αίσθημα του πόνου θα μειώνεται (Kroen, 2007). Παρόλο που τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία έχουν τη δυνατότητα της συνειδητοποίησης του θανάτου δεν είναι ακόμα σε θέση να τον αποδεχτούν ως κάτι μη αναστρέψιμο. Εκφράζουν όμως την ανησυχία πως μπορεί και τα ίδια να πεθάνουν. Συχνά πίσω από την ανησυχία κρύβεται μια ενδόμυχη φαντασίωση, πως με αυτόν τον τρόπο θα συναντήσουν και πάλι τον άνθρωπο που πέθανε (Σταύρου, 2007). Καθώς η σκέψη πως η ζωή έχει αρχή και τέλος γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη, με τον θάνατο ενός γονιού, τα παιδιά τρομάζουν στην ιδέα πως μπορεί να χάσουν και τον άλλον. Η αγωνία πως θα μείνουν μόνα τους στη ζωή αρχίζει να παίρνει διαστάσεις φοβίας. Επίσης, συχνά υιοθετούν μια ενοχική στάση και, κατά συνέπεια, τείνουν να πιστεύουν πως κάποια πρότερη συμπεριφορά τους ευθύνεται για το χαμό του γονιού. Θεωρούν πως αν είχαν κάνει κάτι διαφορετικό, θα είχαν καταφέρει να τον κρατήσουν στη ζωή. Σε άλλες περιπτώσεις τείνουν να παίζουν τον ρόλο του εκλιπόντα, αναλαμβάνοντας τις δικές του ευθύνες, προσπαθώντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό, να γεμίσουν το κενό που έχει αφήσει πίσω του (Kroen, 2007). Παιδιά από 9 έως 12 ετών Καθώς το παιδί μπαίνει στο στάδιο της προ-εφηβείας, η αντίληψή του για το θάνατο αρχίζει να μοιάζει αρκετά με εκείνη των ενηλίκων. Οι γνωστικές και αντιληπτικές ικανότητές του έχουν αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να αντιλαμβάνεται πλήρως το οριστικό και αμετάκλητο του θανάτου. Σε αυτή την ηλικία, τα παιδιά παύουν να ζουν μόνο “το εδώ και το τώρα” και η αντίληψή τους για το μέλλον είναι αρκετά ανεπτυγμένη. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ενδέχεται να κάνει εντονότερη την αίσθηση και, κατ’ επέκταση, την ανησυχία για τη δική τους θνησιμότητα (Kroen, 2007). Οι προ-έφηβοί συχνά τείνουν να εκλογικεύουν τη διαδικασία του θανάτου, πολλές φορές σε ανησυχητικό βαθμό. Μιλούν γι’ αυτόν απαξιωτικά. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο μηχανισμό άμυνας, ο οποίος όμως δεν πρέπει να παρερμηνευτεί. Τα παιδιά, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τον πόνο, κινδυνεύουν να φανούν εντελώς αναίσθητα, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να ισχύει (Bacqué, 2004). Στη διάρκεια της προ-εφηβείας, τα παιδιά δίνουν μεγάλη βαρύτητα στο να μοιάζουν με τους συνομήλικούς τους, με τους οποίους συναναστρέφονται. Υπάρχει μέσα τους ήδη η ανάγκη να αποτελούν μέρος μιας ομάδας. Με το θάνατο ενός αγαπημένου, ιδιαίτερα ενός γονιού, τα παιδιά νοιώθουν πως ξεχωρίζουν, πως διαφέρουν. Με το φόβο αυτού του ενδεχομένου, τείνουν να μην εκφράζουν, αλλά και να μην παραδέχονται, τα συναισθήματα τους, συμπεριφερόμενοι με επίπλαστη απάθεια. Στον αντίποδα αυτού, σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχει έντονη επιθετικότητα και εκρήξεις θυμού (Kroen, 2007). Για να ξεπεράσει ένα παιδί το θάνατο ενός αγαπημένου, χρειάζεται χρόνος, στοργή και αγάπη. Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως οι παραπάνω ηλικιακοί διαχωρισμοί δε μπορούν ποτέ να είναι απόλυτοι, διότι το επίπεδο της αντιληπτικότητας και της ενσυναίσθησης διαφέρουν σε κάθε περίπτωση. Είναι γεγονός πως κάθε παιδί αποτελεί μία ξεχωριστή οντότητα και με γνώμονα αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται. Όμως, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η ψυχολογική και συναισθηματική του κατάσταση εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από τους ενήλικες που το περιβάλλουν. Ειδικά κατά την περίοδο του πένθους, οι ενήλικες πρέπει να είναι ενσυνείδητοι παρατηρητές των συναισθημάτων και των αναγκών του, ούτως ώστε να του παρέχουν τη στήριξη και τη φροντίδα που χρειάζεται. Με τη βοήθειά τους, το παιδί πρέπει να συμφιλιωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο με την απώλεια και να αποδεχτεί το γεγονός πως αυτή θα αποτελεί πάντα ένα κομμάτι της ζωής του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bacqué, M. F. (2004). Πένθος και Υγεία. Αθήνα: Θυμάρι. Baum, H. (2003). Η Γιαγιά Πήγε στον Ουρανό; Αθήνα: Θυμάρι. Cole, M. & Cole, S. (2002). Η Ανάπτυξη των Παιδιών. Αθήνα: Τυπωθύτω. Kroen, W. (2007). Πως θα Βοηθήσετε τα Παιδιά να Αντιμετωπίσουν έναν Θάνατο. Αθήνα: Φυτράκης. Σταύρου Ε. (2007). Το Παιδί και ο Θάνατος. Στους Γ. Τσιάντη & Α. Ξυπολυτά-Ζαχαριάδη (Επιμ.), Ψυχοσωματικά Προβλήματα των Παιδιών (σελ.: 271-285). Αθήνα: Καστανιώτης. Τσιάντης, Γ. (2007). Θρήνος-Ψυχολογία-Αντιμετώπιση. Στους Γ. Τσιάντη & Α. Ξυπολυτά-Ζαχαριάδη (Επιμ.), Ψυχοσωματικά Προβλήματα των Παιδιών (σελ.: 253-270). Αθήνα: Καστανιώτης.
* Καίσαρη Γιώτα B.Sc. (Hons) in Psychology Pg. Cert. in Person-Centered Counselling
ΣΗΜΕΙΩΣΗ . Το άρθρο αυτό για την "απώλεια και το πένθος κατα την παιδική ηλικία" της Ψυχολόγου Γιώτας Καίσαρη, Εθελόντρια ειδικός στο κέντρο στήριξης οικογενειακών σχέσεων του Συλλόγου ΓΟΝ.ΙΣ δημοσιεύεται πρώτη φορά σήμερα 2012-01-16. Ευχαριστούμε θερμά την εθελόντρια μας για την ευγενική παραχώρηση.